ἀνισότης

ἀνισότιμος

ἀνισοτοιχέω-ῶ
ἀνισό·τιμος, ος, ον [ᾰῐῑ] de valeur inégale, inégal en dignité, Naz. 2, 93 Migne.
Étym. ἄν. τιμή.