ἀνισόταχος

ἀνισότης

ἀνισότιμος
ἀνισότης, ητος () [ᾰῐ] inégalité, Plat. Phæd. 74b, etc. ; Arstt. Pol. 5, 1, 7, etc.
Étym. ἄνισος.