ἀγκαλίζομαι

ἀγκαλίς

ἀγκάλισμα
ἀγκαλίς, ίδος () [κᾰ]
1 bras recourbé : ἐν ἀγκαλίδεσσι, Il. 22, 503, dans les bras ||
2 brassée, Nicostr. 3, 287 Com. fr. ; Plut. Rom. 8.
Étym. ἀγκάλη.