ἀγκαλίς

ἀγκάλισμα

ἄγκαλος
ἀγκάλισμα, ατος (τὸ) [κᾰ]
1 objet qu’on tient embrassé ou qu’on porte sur ses bras, Luc. Am. 74 ||
2 embrassement, Lyc. 308.
Étym. ἀγκαλίζομαι.