ἀγκάζομαι

ἄγκαθεν

Ἀγκαῖος
ἄγκαθεν [κᾰ] en embrassant, Eschl. Eum. 80.
Étym. cf. ἀγκάς et ἀγκάσι.
ἄγκαθεν, v. ἀνέκαθεν.