ἀγκ

ἀγκάζομαι

ἄγκαθεν
ἀγκάζομαι (seul. impf. ἀγκάζοντο, Il. 17, 722, et ao. ἠγκάσσατο, Nonn. D. 7, 318) prendre dans ses bras.
Étym. ἀγκάς.