ἀγκιστρευτικός

ἀγκιστρεύω

ἀγκίστριον
ἀγκιστρεύω, pêcher à l’hameçon, fig. Aristén. 1, 5 ||
Moy. m. sign. Phil. 2, 265, etc.
Étym. ἄγκιστρον.