ἀγκιστρεύω

ἀγκίστριον

ἀγκιστρόδετος
ἀγκίστριον, ου (τὸ) dim. d’ἄγκιστρον ; avec crase au plur. τἀγκίστρια, Thcr. Idyl. 21, 57.