ἀγκιστροειδής

ἄγκιστρον

ἀγκιστροφάγος
ἄγκιστρον, ου (τὸ) crochet :
1 crochet d’hameçon, hameçon, Od. 4, 369 ; Hdt. 2, 70, etc. ||
2 crochet de fuseau, Plat. Rsp. 616c ||
E Avec crase : sg. gén. dor. τὠγκίστρω, Thcr. Idyl. 21, 56 ; dat. τὠγκίστρῳ, Thcr. Idyl. 21, 46 ; plur. τἄγκιστρα, Thcr. Idyl. 21, 10.
Étym. ἄγκος.