ἄγκιστρον

ἀγκιστροφάγος

ἀγκιστρόω-ῶ
ἀγκιστρο·φάγος, ος, ον [φᾰ] qui mord à l’hameçon, Arstt. H.A. 9, 37, 13.
Étym. ἄ. φαγεῖν.