ἀγκυλότοξος

ἀγκυλοχείλης

ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλο·χείλης, ου [] adj. m. au bec recourbé, Il. 16, 428 ; Hés. Sc. 405, etc.
Étym. ἀ. χεῖλος.