ἀγκυλοτόμον

ἀγκυλότοξος

ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλό·τοξος, ος, ον [] à l’arc recourbé, Il. 2, 848 ; 10, 428 ; Pd. P. 1, 78.
Étym. ἀ. τόξον.