ἄνοδος

ἀνόδους

ἀνοδύρομαι
ἀν·όδους, οντος (ὁ, ἡ) sans dents, édenté, Arstt. P.A. 3, 14, 9 ; fr. 278.
Étym. ἀν-, ὀδούς.