Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀνοίκειος
ἀνοικειότης
ἀνοικείως
ἀνοικειότης,
ητος
(
ἡ
) manque de familiarité,
Syn.
Ep.
84
.
Étym.
ἀνοίκειος
.