ἀνοικειότης

ἀνοικείως

ἀνοικείωτος
ἀνοικείως, adv. non familièrement : ἀν. ἔχειν πρός τι, Syn. 200c, n’être pas familiarisé avec qqe ch.
Étym. ἀνοίκειος.