ἀνομοιόστροφος

ἀνομοιοσχήμων

ἀνομοιότης
ἀνομοιο·σχήμων, ων, ον, gén. ονος, de forme dissemblable, Gal. 12, 471.
Étym. ἀν. σχῆμα.