ἀνομοιοσχήμων

ἀνομοιότης

ἀνομοιόω-ῶ
ἀνομοιότης, ητος () différence, Plat. Parm. 159e, etc. ; au plur. Plat. Pol. 294b ; Arstt. Poet. 2, 5.
Étym. ἀνόμοιος.