Ἀνθεμοῦς

ἀνθεμώδης

ἄνθεξις
ἀνθεμώδης, ης, ες, fleuri, Eschl. Pr. 455 ; Eur. Bacch. 462 ; Ar. Ran. 449.
Étym. ἄνθεμον, -ωδης.