ἀνθεσιπότητος

ἀνθεσίχρως

ἀνθέστηκα
ἀνθεσί·χρως, ωτος (ὁ, ἡ) au teint fleuri, Matr. (Ath. 135e).
Étym. ἄνθος, χρώς.