ἀντικαταλλαγή

ἀντικατάλλαγμα

ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαγμα, ατος (τὸ) compensation, Jos. A.J. 15, 9, 2 ; Onos. 35, 2.
Étym. cf. le préc.