Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαγμα,
ατος
(
τὸ
) compensation,
Jos.
A.J.
15, 9, 2 ;
Onos.
35, 2
.
Étym.
cf. le préc.