Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλαγή,
ῆς
(
ἡ
) [
ᾰγ
] échange,
Plut.
M.
49
d
.
Étym.
ἀντικαταλλάσσω
.