ἀντίλυτρον

ἀντιλυτρωτέον

ἀντιμαίνομαι
ἀντιλυτρωτέον, il faut délivrer moyennant rançon, Arstt. Nic. 9, 2, 4.
Étym. *ἀντιλυτρόω, d’ἀντίλυτρον.