ἀντιλυτρωτέον

ἀντιμαίνομαι

ἀντιμανθάνω
ἀντι·μαίνομαι, être furieux contre ou en retour, A. Pl. 30 (ao. 2 ἀντεμάνην) ; Luc. D. mer. 12, 2.
Étym. part. pf. ἀντιμεμηνώς.