ἀντιμαχητής

ἀντιμάχομαι

ἀντίμαχος
ἀντι·μάχομαι (ao. ἀντεμαχεσάμην) [μᾰ] lutter contre, résister, Thc. 4, 68 ; Plut. M. 1156b, etc.