ἀντιμάχομαι

ἀντίμαχος

Ἀντίμαχος
ἀντίμαχος, ος, ον [μᾰ]
1 qui lutte contre, adversaire, Ath. 154e ||
2 c. ἀξιόμαχος, App. Iber. 9.
Étym. ἀντιμάχομαι.