ἀντιμερίζομαι

ἀντιμεσουρανέω-ῶ

ἀντιμεσουράνημα
ἀντι·μεσουρανέω-ῶ [ρᾰ] être sur le méridien opposé, Plut. M. 284e ; Ptol. Tetr. 30, 33.