ἀντιμεσουρανέω-ῶ

ἀντιμεσουράνημα

ἀντιμεταϐαίνω
ἀντιμεσουράνημα, ατος (τὸ) [ρᾰ] méridien opposé, Sext. M. 5, 12 ; Ptol. Tetr. 201.