ἀντιμέτειμι

ἀντιμετρέω-ῶ

ἀντιμέτρησις
ἀντι·μετρέω-ῶ (ao. ἀντεμέτρησα) mesurer en échange, donner en compensation de, dat. Luc. Am. 19 ; NT. Matth. 7, 2 ; Luc. 6, 38.