Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀντίθροος
ἀντιθύρετρος
ἀντίθυρος
ἀντι·θύρετρος,
ος, ον
[
ῠ
] qui tient lieu de porte,
Nonn.
Jo.
11, 140
.
Étym.
ἀ. θύρετρον
.