ἀντιθύρετρος

ἀντίθυρος

ἀντικαθαιρέω-ῶ
ἀντί·θυρος, ος, ον [] qui est devant la porte, Od. 16, 159 ; Luc. Dom. 26 ; τὸ ἀντίθυρον, Luc. Alex. 16, Conv. 8, ou τὰ ἀντίθυρα, Soph. El. 1433, vestibule.
Étym. ἀ. θύρα.