ἀντωνυμέω-ῶ

ἀντωνυμία

ἀντωνυμικός
ἀντωνυμία, ας () [] pronom, Plut. M. 1009c ; DH. Comp. 2 ; Dysc. Pron. 261, etc.
Étym. ἀντώνυμος.