ἀνύπαρκτος

ἀνυπαρξία

ἀνύπεικτος
ἀνυπαρξία, ας () non-existence, néant, Sext. P. 1, 21, etc. ; Gal. 2, 25 ; Sén. Ep. 87, 40.
Étym. ἀνύπαρκτος.