ἀνυποδητέω-ῶ

ἀνυπόδητος

ἀνυπόδικος
ἀν·υπόδητος, ος, ον, qui va pieds nus, Ar. Nub. 103 ; Xén. Mem. 1, 6, 2, etc. ; Plat. Prot. 321c, etc. ||
E Dor. ἀνυπόδατος [δᾱ] Thcr. Idyl. 14, 6.
Étym. ἀν-, ὑποδέω.