ἀνύσιμος

ἀνυσίμως

Ἀνύσιος νομός
ἀνυσίμως, att. ἁνυσίμως [ᾰῠ] adv. efficacement, Plat. Theæt. 144b ||
Sup. -ώτατα, Plat. Rsp. 518d.