ἀνηκής

ἀνηκίδωτος

ἀνηκοΐα
ἀν·ηκίδωτος, ος, ον [] sans pointe, Eschl. fr. 262.
Étym. ἀν-, *ἀκιδωτός, vb. d’*ἀκιδόω, d’ἀκίς.