ἀνηκίδωτος

ἀνηκοΐα

ἀνήκοος
ἀνηκοΐα, ας ()
1 surdité, Plut. M. 38b, 502c ||
2 fig. ignorance, Plut. M. 676e.
Étym. ἀνήκοος.