Ἀορρατία λίμνη

ἀορτέω-ῶ

ἀορτή
ἀορτέω-ῶ (part. ao. ἀορτηθείς) élever, suspendre, Anth. 7, 696,.
Étym. *ἀορτός, d’ἀείρω.