ἀπαί

ἀπαιγειρόομαι-οῦμαι

ἀπαιδαγώγητος
ἀπ·αιγειρόομαι-οῦμαι, être changé en peuplier noir, Str. 215.
Étym. ἀπό, αἴγειρος.