ἀπαλλακτιάω-ῶ

ἀπαλλακτικός

ἀπαλλακτικῶς
ἀπαλλακτικός, ή, όν, qui peut délivrer, qui délivre de, gén. Arstt. Probl. 31, 23 ; Diosc. 3, 83.
Étym. ἀπαλλάσσω.