ἀπαλλακτής

ἀπαλλακτιάω-ῶ

ἀπαλλακτικός
ἀπαλλακτιάω-ῶ, c. ἀπαλλαξείω, M. Ant. 10, 36 ; Artém. 1, 80 ; 2, 3.
Étym. dér. de l’adj. vb. d’ἀπαλλάσσω.