ἀπαναγκάζω

ἀπανάγνωσμα

ἀπαναίνομαι
ἀπανάγνωσμα, ατος (τὸ) fausse leçon, Dysc. Synt. 2, 1, 9, p. 146, 24 Bekker, etc.
Étym. ἀπαναγιγνώσκω.