ἀπαναισχυντέω-ῶ

ἀπαναλίσκω

ἀπανάλωσις
ἀπ·αναλίσκω (f. -αναλώσω, ao. ἀπανήλωσα, pf. ἀπανήλωκα) [πᾰᾱ] dépenser en pure perte, Thc. 7, 11 ; M. Ant. 3, 1.