ἀπανθρακόω-ῶ

ἀπανθρωπέομαι-οῦμαι

ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπέομαι-οῦμαι ou ἀπανθρωπεύομαι, éviter par misanthropie, acc. Hpc. Ep. 1275.
Étym. ἀπάνθρωπος.