ἀπανθρωπέομαι-οῦμαι

ἀπανθρωπία

ἀπανθρωπίζομαι
ἀπ·ανθρωπία, ας ()
1 misanthropie, Luc. Tim. 44, Nigr. 21 ; Jos. B.J. 2, 17, 3 ||
2 inhumanité, dureté, Hpc. 26, 55 ; au plur. Hpc. 194g.
Étym. ἀπάνθρωπος.