ἀπαραϐάτως

ἀπαράϐλαστος

ἀπαράϐλητος
ἀ·παράϐλαστος, ος, ον, sans pousses ou sans rejetons, Th. H.P. 1, 5, 5, etc. ; C.P. 1, 1, 3, etc. ; Ath. 69b.
Étym. ἀ, παραϐλαστάνω.