ἀπαράϐλαστος

ἀπαράϐλητος

ἀπαραγγέλτως
ἀ·παράϐλητος, ος, ον, incomparable, Rhét. 1, 502 W. ; Orig. 2, 574.
Étym. ἀ, παραϐάλλω.