ἀπαραφυλάκτως

ἀπαράχυτος

ἀπαραχώρητος
ἀ·παράχυτος, ος, ον [] non mélangé d’eau ou d’autre liquide, pur, Hld. 5, 16 ; fig. Plut. M. 968c.
Étym. ἀ, παραχέω.