ἀπαράχυτος

ἀπαραχώρητος

ἀπαραχωρήτως
ἀ·παραχώρητος, ος, qui ne se retire pas, d’où :
1 qui persiste, obstiné, Pol. 1, 61, 3 ; DH. 10, 19 ||
2 inflexible, Plut. M. 10a.
Étym. ἀ, παραχωρέω.