ἀπαρακαλύπτως

ἀπαράκλητος

ἀπαρακολουθησία
ἀ·παράκλητος, ος, ον, qui n’a pas reçu d’ordre, qui agit de son propre mouvement, Thc. 2, 98 ; Plut. M. 403b.
Étym. ἀ, παρακαλέω.