ἀπαρακάλυπτος

ἀπαρακαλύπτως

ἀπαράκλητος
ἀπαρακαλύπτως [κᾰ] adv. sans se cacher, ouvertement, Plat. Rsp. 538c, etc. ||
Cp. -ότερον, DC. 67, 3.